- καταιβάσιος
- καταιβάσιος, -ον (Α)[καταίβασις]1. (για αστραπές και κεραυνούς) αυτός που κατεβαίνει2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Καταιβάσιοςεπίθετο τού Απόλλωνος, τον οποίο καλούσαν στις προσευχές να κατέβει, να επανέλθει στη χώρα τους.
Dictionary of Greek. 2013.